- ζαλόεις
- ζαλόεις, -εσσα, -εν (Α)γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. -οεις (πρβλ. αστερ-όεις, κυματ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαλοειδής — ζαλοειδής, ές (Μ) θυελλώδης, ζαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλος (I) + κατάλ. ειδής (πρβλ. ομο ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek
ՅՈՒԶԱԿՈՅՏ — ( ) NBH 2 0373 Chronological Sequence: Unknown date ա. ζαλόεις, ζαλώδης procellosus. Կուտակեալ յուզմամբ հողմոց. մրրկայոյզ. ալէկոծ. *Ոչ մոլելոց ալեացն վայրենի սրտմտութիւն, եւ ոչ յուզակոյտ եռալիութիւնն արկ ʼի հեղգումն. Կիւրղ. ի կոյսն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)